ιπνοπλάθος — ἰπνοπλάθος, ὁ (Α) αυτός που εργάζεται σε κλίβανο ή σε κάμινο, ο κεραμέας, ο τσουκαλάς, ο κοροπλάθος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰπνός + πλάθος (< πλάσσω), πρβλ. λογο πλάθος, πηλο πλάθος] … Dictionary of Greek
ἰπνοπλάθοι — ἰπνοπλάθος oven maker masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰπνοπλάθου — ἰπνοπλάθος oven maker masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰπνοπλάθους — ἰπνοπλάθος oven maker masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιπνοπλάθης — ἰπνοπλάθης, ο (Α) ιπνοπλάθος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰπνός + πλάθης (αντί πλάθος) < πλάσσω, τ. που απαντά μόνο στο παρόν συνθ. όν.] … Dictionary of Greek
ιπνοπλάστης — ἰπνοπλάστης, ὁ (Α) ιπνοπλάθος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰπνός + πλάστης (< πλάσσω)] … Dictionary of Greek
ιπνός — ἰπνός, ὁ (ΑΜ) κλίβανος, φούρνος, καμίνι («ὅτι ἐπὶ ψυχρὸν τὸν ἰπνὸν Περίανδρος τοὺς ἄρτους ἐπέβαλε», Ηρόδ.) αρχ. 1. κυρίως ο κλίβανος με τον οποίο θέρμαιναν το νερό στα βαλανεία (λουτρά) και συνεκδ. ο χώρος στον οποίο βρισκόταν ο κλίβανος, το… … Dictionary of Greek