ἰπνοπλάθος

ἰπνοπλάθος
ἰπνοπλάθος [ᾰ], , ([etym.] πλάσσω)
A oven-maker, fire-clay moulder, worker in terra-cotta, much like κοροπλάθος (q. v.), Pl.Tht.147a:—later [full] ἰπνοπλάθης, Poll.7.163, Tim.Lex., Harp.:—also [suff] ἰπνο-πλάστης, ου, , Gal.Thras.43:

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ιπνοπλάθος — ἰπνοπλάθος, ὁ (Α) αυτός που εργάζεται σε κλίβανο ή σε κάμινο, ο κεραμέας, ο τσουκαλάς, ο κοροπλάθος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰπνός + πλάθος (< πλάσσω), πρβλ. λογο πλάθος, πηλο πλάθος] …   Dictionary of Greek

  • ἰπνοπλάθοι — ἰπνοπλάθος oven maker masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰπνοπλάθου — ἰπνοπλάθος oven maker masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰπνοπλάθους — ἰπνοπλάθος oven maker masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιπνοπλάθης — ἰπνοπλάθης, ο (Α) ιπνοπλάθος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰπνός + πλάθης (αντί πλάθος) < πλάσσω, τ. που απαντά μόνο στο παρόν συνθ. όν.] …   Dictionary of Greek

  • ιπνοπλάστης — ἰπνοπλάστης, ὁ (Α) ιπνοπλάθος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰπνός + πλάστης (< πλάσσω)] …   Dictionary of Greek

  • ιπνός — ἰπνός, ὁ (ΑΜ) κλίβανος, φούρνος, καμίνι («ὅτι ἐπὶ ψυχρὸν τὸν ἰπνὸν Περίανδρος τοὺς ἄρτους ἐπέβαλε», Ηρόδ.) αρχ. 1. κυρίως ο κλίβανος με τον οποίο θέρμαιναν το νερό στα βαλανεία (λουτρά) και συνεκδ. ο χώρος στον οποίο βρισκόταν ο κλίβανος, το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”